- ἰαμβέλεγος
- ἰαμβ-έλεγος [ῐ], ὁ, an asynartete verse, formed by substituting an iambic penthemimer for the former half of a pentameter, Heph. 15.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαμβέλεγος — ἰαμβέλεγος, ὁ (Α) ασυνάρτητος στίχος που αποτελείται από το πρώτο μέρος ιαμβικού τριμέτρου και από το δεύτερο μισό ελεγειακού πεντάμετρου … Dictionary of Greek
ἰαμβέλεγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβέλεγοι — ἰαμβέλεγος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβέλεγον — ἰαμβέλεγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek